μυρμήκειος
German (Pape)
[Seite 220] von der Ameise, ameisenartig (?).
Greek (Liddell-Scott)
μυρμήκειος: -ον, ὅμοιος πρὸς μύρμηκα· ἰδὲ ἐν λέξ. μυρμήκιον.
Greek Monolingual
μυρμήκειος, -ον (Α)
1. όμοιος με μυρμήγκι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρμήκειον
είδος αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + κατάλ. -ειος (πρβλ. λύκειος)].