μυρσινέλαιο
Greek Monolingual
το (Α μυρσινέλαιον)
λάδι το οποίο εξάγεται από τα φύλλα της μυρσίνης, μυρτέλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη + ἔλαιον.
το (Α μυρσινέλαιον)
λάδι το οποίο εξάγεται από τα φύλλα της μυρσίνης, μυρτέλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη + ἔλαιον.