μυσαχνός
English (LSJ)
μυσαχνή, μυσαχνόν, polluted, defiled, Hsch.: in fem., prostitute, Archil.184.
Greek Monolingual
μυσαχνός, -ή, -όν (Α)
1. μυσαρός, βδελυρός, διεφθαρμένος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μυσαχνή
η πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαχ- του μυσάττομαι «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ-μυσάχ-θην) + κατάλ. -νός (πρβλ. φρικνός)].