Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μυστικότητα
Greek Monolingual
η 1. το να είναι ή να τηρείται κάτιμυστικό 2. το να κρατάει κάποιος ένα μυστικό, η εχεμύθεια. [ΕΤΥΜΟΛ.<μυστικός. Η λ., στον λόγιο τ. μυστικότης, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].