εχεμύθεια

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

και εχεμυθία (ΑΜ ἐχεμυθία)
η ιδιότητα του εχέμυθου, το να κρατάει κάποιος για τον εαυτό του το μυστικό που του εμπιστεύθηκε κάποιος, η μυστικότητα, η σιωπήπρόχειρα ἔχοντα τὰ τῆς ἐχεμυθίας ἐγκώμια», Πλούτ.)
αρχ.
φρ. «ἡ πυθαγόρειος ἐχεμυθία» — η υποχρέωση να σιωπούν και να ακούν μόνο, στην οποία εκπαιδεύονταν οι Πυθαγόρειοι πριν αποκτήσουν το δικαίωμα να εκφράζουν τη γνώμη τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχεμυθ-ία < εχέμυθος. Ο τ. εχεμύθεια κατά το πρότυπο τών αφηρημένων ουσιαστικών σε -εια (πρβλ. αλήθεια, ευγένεια)].