μυόθηρος

English (LSJ)

= ἀσπάραγος πετραῖος, Ps.-Dsc.2.125.

Greek Monolingual

μυόθηρος, ὁ (Α)
το ποώδες φυτό ασπάραγος ο πετραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -θηρός (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. μισόθηρος].