μυόπτερον

English (LSJ)

τό, = θλάσπι, Ps.-Dsc.2.156 (v.l.).

Greek Monolingual

μυόπτερον, τὸ (Α)
το φυτό θλάσπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + πτερόν.