μωκώμαι
Greek Monolingual
μωκῶμαι, -άομαι (ΑΜ)
χλευάζω, περιπαίζω κάποιον κάνοντας μιμητικούς μορφασμούς («καὶ τὸ μὲν πρῶτον κιχλύζουσα μετ' ἐκείνης καὶ μωκωμένη, τὴν δυσμένειαν ἐνεδείκνυτο», Αλκίφρ.)
αρχ.
1. (για την καμήλα) μυκώμαι
2. (η μτχ. αρσ. ενεστ.) μωκώμενος
αστειευόμενος, χωρατεύοντας, στα αστεία
3. (σπάν. το ενεργ.) μωκῶ, -άω
α) (κατά τον Κύριλλ.) «μωκῶν
καταγελῶν»
β) (κατά το Ζωναρ.) «μωκῶ
λοιδωρῶ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό παρ., οπότε τα ουσ. μωκός (ή μώκος) θα μπορούσαν να θεωρηθούν υποχωρητικά παρ. Η μαρτυρία της λ. σε ένα ανώνυμο κείμενο, όπου φαίνεται να δηλώνει την κραυγή της καμήλας, οδηγεί σε δύο συμπεράσματα: πρώτο ότι η λ. δεν απαντά μάλλον πριν από τον Αριστοτέλη ή τους ελληνιστικούς χρόνους και δεύτερο ότι δεν αποκλείεται η λ. να ανάγεται σε ονοματοποιία].