μώκος

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source

Greek Monolingual

μῶκος, ὁ (Α)
χλευασμός με μορφασμό του προσώπου, εμπαιγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μωκός, με αναβιβασμό του τόνου (βλ. και μωκῶμαι)].