μωρόομαι

English (LSJ)

Pass., (μῶρος) become dull or become sluggish, ἐμωρώθη ἡ καρδίη was stupefied, Hp.Virg.1; [αἶγες] ἑστᾶσιν ὥσπερ μεμωρωμέναι as if stupefied, v.l. in Arist.HA610b30 (cf. μωραίνω) μεμωρωμένα imbecility, Hp.Prorrh.1.92; μεμωρῶσθαι περί τι prob. l. in Corn.ND25.

Greek (Liddell-Scott)

μωρόομαι: Παθητ., (μῶρος) γίνομαι μωρός, νωθρός, ἀτονῶ, ἐμωρώθη ἡ καρδίη, ἐγένετο νωθρά, ἠτόνησεν, Ἱππ. 562. 43. ἑστᾶσιν ὥσπερ μεμωρωμέναι, ὡς ἐμβρόντητοι, ἔκπληκτοι, ἐπὶ αἰγῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 3, 3· μεμωρωμένα, συμπτώματα μωρίας, ἠλιθιότητος, Ἱππ. 74Ε, 147Ε.