μύδι
Greek Monolingual
το (ΑΜ μύδιον)
ελασματοβράγχιο μαλάκιο, μυτίλος
αρχ.-μσν.
1. μικρός εμβρυουλκός, μαιευτική λαβίδα
2. χειρουργικό εργαλείο
αρχ.
μικρό πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μύδιν < αρχ. μύδιον < μυς + υποκορ. κατάλ. -ύδιον (πρβλ. ιχθύς - ιχθύδιον, κάρυον - καρύδιον), που διαφέρει σημασιολογικά από το υποκορ. μυϊδιον «ποντικάκι, μικρός μυς»].