μᾶλον

English (LSJ)

τό, Doric for μῆλον².

German (Pape)

[Seite 91] τό, dor. = μῆλον, Pind.

French (Bailly abrégé)

dor. c. μῆλον¹.

Russian (Dvoretsky)

μᾶλον: I и II дор. = μῆλον I и II.

Greek (Liddell-Scott)

μᾶλον: τό, Δωρ. ἀντὶ μῆλον.

English (Slater)

μᾱλον apple met., test., Libanius, ep. 36. 1, Πίνδαρός πού φησιν εἶναι μάλων χρυσῶν φύλαξ, τὰ δ' εἶναι Μουσῶν καὶ τούτων ἄλλοτε ἄλλοις νέμειν (μήλων codd.: corr. Boeckh) fr. 288.

Greek Monolingual

μᾱλον, τὸ (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μήλον.

Greek Monotonic

μᾶλον: τό, Δωρ. αντί μῆλον.