μῦα

English (LSJ)

v. μυῖα.

Greek (Liddell-Scott)

μῦα: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ μυῖα, κοινῶς «μῦγα»· «μῦα: καὶ γράφεται καὶ λέγεται ἄνευ τοῦ ι· καὶ δισυλλάβως παρὰ τῶν Ἀττικῶν» Φώτ. ΙΙ. φυτόν τι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 7.