μῶδιξ

English (LSJ)

ἡ, = σμῶδιξ, Id. μωδύει· θάλπει, μωραίνει, ἐκλύει, Id. (leg. μωλύει). μώδυξ· ἀπαίδευτος, Id. (leg. μῶλυξ).

German (Pape)

[Seite 225] = σμῶδιξ, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

μῶδιξ: ἡ, = σμῶδιξ.

Greek Monolingual

μῶδιξ, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σμῶδιξ», πρήξιμο από χτύπημα, μώλωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σμῶδιξ
φλέψ, φλυκτίς (Ησύχ.), με σίγηση του αρκτικού -σ- (πρβλ. σμικρός: μικρός)].