μώλωπας

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source

Greek Monolingual

και μώλωψ, ο (ΑΜ μώλωψ)
το σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος της εξωτερικής επιφάνειας του σώματος το οποίο συνήθως προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση
μσν.
1. (κατ' επέκτ.) πληγή, τραύμα
2. θρόμβος αίματος
αρχ.
1. εξάνθημα που μοιάζει με τσίμπημα κουνουπιού
2. φρ. «πορφύρεοι μώλωπες»
(σκωπτικά) οι βασιλείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μώλ-ωψ εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα ( mōl-) της ΙΕ ρίζας mel- «σκοτεινά, σκούρα χρώματα - βρομίζω» και κατάλ. -ωψ (πρβλ. θυμάλωψ, ὕδρωψ). Συνδέεται με τα μέλας, μολύνω, καθώς και με λεττον. melns «μαύρος», λιθουαν. melas, mel-yme «μώλωπας»].