το (Μ νέφι και γνέφι)σύννεφομσν.μτφ. σκόνη, νεφελώδης κονιορτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος, κατά τα ουδ. σε -ι- (για την ανάπτυξη του -γ- προ του -ν- πρβλ. σύννεφο: σύγνεφο)].