γνέφι

From LSJ

ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings

Source

Greek Monolingual

το
το σύννεφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γνέφος].