νήκτωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, = νήκτης, Man.4.397.

German (Pape)

[Seite 252] ορος, ὁ, poet. = νηκτήρ, ἄνδρες, Maneth. 4, 398.

Greek (Liddell-Scott)

νήκτωρ: -ορος, ὁ, = νήκτης, Μανέθων 4. 397.

Greek Monolingual

νήκτωρ, ὁ (Α)
ο κολυμβητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηκ- του νήχω «κολυμπώ» + επίθημα -τωρ (πρβλ. δέκτωρ)].