ναίχι
English (LSJ)
(on the accent v. Hdn.Gr.1.9), Adv., for ναί, like οὐχί for οὐ, μήχι for μή, S.OT684, Pl.Hipparch.232a, Men.Sam.81, Call.Epigr. 30.5.
French (Bailly abrégé)
adv.
oui certes.
Étymologie: ναί, -χι.
Russian (Dvoretsky)
ναίχῐ: (intens. = ναί) да-да, да, конечно, еще бы, Soph., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ναίχῐ: Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ναί, ὡς τὸ οὐχὶ ἀντὶ τοῦ οὐ, Σοφ. Ο. Τ. 682, Πλάτ. Ἵππαρχ. 232Β, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. - Οὐχὶ ναιχί, Ἐτυμολ. Μέγ. σ. 638, 50, Εὐστ. 107. 25.
Greek Monolingual
ναίχι (Α)
επιτ. τ. του ναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναί + -χι (πρβλ. μηχί, ουχί].