ναρθηκία

English (LSJ)

ἡ, a plant allied to νάρθηξ, Thphr. HP 6.1.4, 6.2.7.

German (Pape)

[Seite 229] ἡ, eine niedrige Art der Pflanze νάρθηξ, ferulago, Plin. 13, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ναρθηκία: ἡ, μικρὸν καὶ χαμηλὸν εἶδος νάρθηκος, ferulago, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 7.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ναρθηκία) νάρθηξ
είδος φυτού συγγενούς με τον νάρθηκα το οποίο κατά την αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν στην ιατρική για ακινητοποίηση μελών που υπέστησαν θλάση.