ναρκιῶ, -άω (ΑΜ)είμαι νωθρός, γίνομαι δυσκίνητος, οκνηρός, αδρανής, ναρκώνομαιαρχ.είμαι μουδιασμένος, μουδιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + κατάλ. -ιῶ / -ιάω, δηλωτική ασθενειών (πρβλ. μυρμηκιώ)].