ναρκοθετώ

Greek Monolingual

1. τοποθετώ νάρκες
2. μτφ. υπονομεύω ενέργεια ή προσπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + -θετώ (< -θέτης) πρβλ. ιστοθετώ, νομοθετώ].