ναυκρατέω

English (LSJ)

have the command of the sea, Th.7.60:—Pass., ναυκρατοῦμαι to be mastered at sea, X.HG6.2.8.

German (Pape)

[Seite 231] mit den Schiffen zur See die Oberhand haben, siegen, Thuc. 7, 60; pass., Xen. Hell. 6, 2, 8.

French (Bailly abrégé)

ναυκρατῶ :
dominer sur mer ou vaincre sur mer.
Étymologie: ναυκράτης.

Russian (Dvoretsky)

ναυκρᾰτέω: одерживать победу на море, иметь перевес в военно-морских силах Thuc.: διὰ τὸ ναυκρατεῖσθαι Xen. вследствие слабости (своих) морских сил.

Greek (Liddell-Scott)

ναυκρᾰτέω: ἔχω τὸ κράτος ἐν τῇ θαλάσσῃ, εἶμαι θαλασσοκράτωρ, Θουκ. 7. 60. - Παθ., θαλασσοκρατοῦμαι, ἡττῶμαι κατὰ θάλασσαν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 8.

Greek Monotonic

ναυκρᾰτέω: μέλ. -ήσω, είμαι κυρίαρχος των θαλασσών, είμαι θαλασσοκράτορας, σε Θουκ. — Παθ., θαλασσοκρατούμαι, φαίνομαι υποδεέστερος στη θάλασσα, ηττώμαι σε ναυμαχία, σε Ξεν.

Middle Liddell

ναυκρᾰτέω, fut. -ήσω
to be master of the sea, Thuc.:— Pass. to be mastered at sea, Xen. [from νᾰυκράτης]

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=εἶμαι θαλασσοκράτορας). Παρασύνθετο ἀπό τό ναυκράτης καί ναυκράτωρ (ναῦς + κρατῶ). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα κρατῶ καί στή λέξη ναῦς.

Lexicon Thucydideum

classe superare, to defeat with a fleet, 7.60.2.