ναυμέδων

Greek Monolingual

ναυμέδων (Α) (ως προσωνυμία του Ποσειδώνος) ο προστάτης, ο άρχοντας τών πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + μέδων «κυρίαρχος, κύριος» (πρβλ. λαομέδων)].