λαομέδων

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαομέδων Medium diacritics: λαομέδων Low diacritics: λαομέδων Capitals: ΛΑΟΜΕΔΩΝ
Transliteration A: laomédōn Transliteration B: laomedōn Transliteration C: laomedon Beta Code: laome/dwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, ruler of the people, in Hom. as pr. n.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱομέδων: -οντος, ὁ, ὁ διοικῶν, κυβερνῶν τὸν λαὸν, παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. ὄνομα.

Greek Monolingual

λαομέδων, -οντος, ὁ (Α)
αυτός που κυβερνά τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + μέδων «κυρίαρχος, κύριος» (πρβλ. θαλασσομέδων, ιππομέδων)].

Greek Monotonic

λᾱομέδων: -οντος, ὁ, αυτός που διοικεί, που κυβερνά τον λαό· στον Όμηρ., ως κύριο όνομα.

Middle Liddell

λᾱο-μέδων, οντος, ὁ,
ruler of the people: in Hom. as prop. n.