ναυσίποδες
English (LSJ)
οἱ, ship-footed, of islanders, Hsch., Eust.1515.27.
German (Pape)
[Seite 232] οἱ, die Schiffsfüßigen, Inselbewohner, die ihre Reise zu Schiffe machen, Eust., auch ναύποδες.
Greek (Liddell-Scott)
ναυσίποδες: [ῐ], οἱ, «οἱ νησιῶται παρὰ τοῖς παλαιοῖς, ὡς ναυσὶ χρώμενοι πρὸς τὸ διὰ θαλάσσης ὁδεύειν, ὅσα καὶ ποσὶ» Εὐστ. 1515. 27, Ἡσύχ.· ὡσαύτως ναύποδες, Φώτ.
Greek Monolingual
ναυσίποδες, οἱ (ΑΜ)
οι νησιώτες, επειδή ταξιδεύουν με πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + πούς, ποδός].