ναυτοκράτωρ

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, = ναυκράτωρ, BCH46.331 (Teos), v.l. in Th.5.97,109.

German (Pape)

[Seite 233] ορος, ὁ, = ναυκράτωρ, v.l. bei Thuc. 5, 97.

Greek Monolingual

ναυτοκράτωρ, ὁ (Α)
ναυκράτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + -κράτωρ (< κρατώ)].

Russian (Dvoretsky)

ναυτοκράτωρ: ὁ Thuc. v.l. = ναυκράτωρ.