νείατος

English (LSJ)

v. νέατος (A).

German (Pape)

[Seite 236] ion. u. ep. = νέατος.

French (Bailly abrégé)

épq. c. νέατος.

Russian (Dvoretsky)

νείᾰτος: эп. = νέατος.

Greek (Liddell-Scott)

νείᾰτος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ νέατος.

English (Autenrieth)

(νέος): newest, but always of position, extremest, last, lowest, Il. 6.295, Od. 15.108; apparently, ‘topmost,’ Il. 14.466.
see νέατος.

Greek Monolingual

νείατος, -άτη, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. νέατος (Ι).

Greek Monotonic

νείᾰτος: -η, -ον, Επικ. και Ιων. αντί νέατος.