ὁ, wearing of a fawnskin (νεβρίς), Arignote ap. Harp.
[Seite 235] ὁ, das Tragen der νεβρίς, u. die Feier des Bacchusfestes.
νεβρισμός: ὁ, (νεβρίζω) τὸ φορεῖν νεβρίδα κατὰ τὰς τελετὰς τοῦ Βάκχου, Ἁρποκρ.
νεβρισμός, ὁ (Α) νεβρίζωτο να φορά κάποιος νεβρίδα κατά τις τελετές του Βάκχου.