[Seite 235] = νεβρίζω, sp. D., vgl. Lob. Phryn. 625.
νεβροστολίζω: νεβρῷ στολίζω, μεταγεν. ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. σελ. 624.
νεβροστολίζω (Α)περιβάλλω κάποιον με νεβρίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + στολίζω.