νειλοκαλάμη

English (LSJ)

ἡ, bulrush, PMagLond. 121.490, BGU 633.20 (iii AD).

Spanish

espadaña

Greek Monolingual

νειλοκαλάμη, ἡ (Α)
ονομασία αιγυπτιακής πόας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + καλάμη (), πρβλ. λινοκαλάμη].

Léxico de magia

ἡ bot. espadaña λαβὼν θεῖον καὶ νειλοκαλάμης σπέρμα ἐπίθυε πρὸς τὴν σελήνην toma azufre y semilla de espadaña y quémalo como ofrenda ante la luna P VII 490