λινοκαλάμη

From LSJ

Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοκᾰλᾰ́μη Medium diacritics: λινοκαλάμη Low diacritics: λινοκαλάμη Capitals: ΛΙΝΟΚΑΛΑΜΗ
Transliteration A: linokalámē Transliteration B: linokalamē Transliteration C: linokalami Beta Code: linokala/mh

English (LSJ)

[λᾰ], ἡ, = ἀμοργίς, fine flax, PCair.Zen.470 (iii B. C.), Cleopatra ap.Gal.12.433, Sch.Ar.Lys.736; collectively, flax-straw, used as thatch, LXX Jo.2.6, cf. Eust.ad D.P.525, POxy.103.9 (iv A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 49] ἡ, = Folgdm, Schol. Ar. Lys. 736.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοκαλάμη: ἡ, = ἀμοργίς, λεπτὸν «λινάρι», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 736· περιληπτ., ἄχυρον λίνου ἢ ἀκοπάνιστον λινάρι, χρησιμεῦον πρὸς στέγασιν, Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυῆ Βʹ, 6), πρβλ. Ἱππ. 580. 46, Διόδ. 1. 60· - λινοκαλαμίς, ἡ, ὄνομα τοῦ φυτοῦ λίνου, Διοσκ. Νόθ. 2. 125.

Greek Monolingual

λινοκαλάμη, ἡ (ΑM)
βλ. λινοκαλάμι.