νεκροφάνεια

Greek Monolingual

η
κατάσταση που χαρακτηρίζεται από προσωρινή παύση, επιβράδυνση στο έπακρο τών βιολογικών λειτουργιών, οι οποίες γίνονται αντιληπτές με μεγάλη δυσκολία και δίνουν στο άτομο την εμφάνιση νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροφανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Α. Καραγιάννη].