νεκυαγωγός

English (LSJ)

νεκυαγωγόν, = νεκραγωγός, of Hermes, Tab.Defix.Aud. 242.10 (Carthage, iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

νεκυαγωγός: ψυχοπομπός, Ἐπιγρ. Καρχ. ἐν Mus. Rhen. 1900, σ. 248 (πρβλ. 249).

Greek Monolingual

νεκυαγωγός, -όν (Α)
(για τον Ερμή) ψυχοπομπός, νεκραγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιεραγωγός, νεκραγωγός].