νεκραγωγός
From LSJ
English (LSJ)
νεκραγωγόν, conducting the dead, Epigr.Gr.258 = Sammelb.5629 (Alexandria, iii B.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui conduit les morts.
Étymologie: νεκρός, ἀγωγός.
Greek (Liddell-Scott)
νεκρᾰγωγός: -ον, ὁ ἄγων τοὺς νεκρούς, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 258.
Greek Monolingual
νεκραγωγός, -ον (ΑΜ)
αυτός που συνοδεύει τους νεκρούς
μσν.
(ως επίθ. του Χάρωνος) αυτός που οδηγεί τους νεκρούς στον Άδη («νεκραγωγός Χάρων», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιεραγωγός, ξεναγωγός].
Greek Monotonic
νεκρᾰγωγός: -όν, οδηγός νεκρών.
Middle Liddell
νεκρ-ᾰγωγός, όν
conducting the dead.