νεκυηπόλος

English (LSJ)

νεκυηπόλον, having to do with the dead, Man.1.330.

German (Pape)

[Seite 238] mit Todten umgehend, αἶσα, Maneth. 1, 330; vgl. Lob. Phryn. 681.

Greek (Liddell-Scott)

νεκυηπόλος: -ον, ὁ μετὰ τῶν νεκρῶν ἀναστρεφόμενος, Μανέθων 1. 330.

Greek Monolingual

νεκυηπόλος, -ον (Α)
αυτός που συναναστρέφεται με τους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «κατευθύνομαι»), πρβλ. θαλαμηπόλος. Το -η- του τ. προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχέων].