νεοαυξής
English (LSJ)
νεοαυξές, = νεαύξητος. Hsch. s.v. νεοθρότοις:—also νεοαύξητος, ον, Apollon.Lex.s.v. νεοαρδέα.
Greek Monolingual
νεοαυξής, -ές (Α)
νεοαύξητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -αυξής (< αὔξω), πρβλ. πολυαυξής].
νεοαυξές, = νεαύξητος. Hsch. s.v. νεοθρότοις:—also νεοαύξητος, ον, Apollon.Lex.s.v. νεοαρδέα.
νεοαυξής, -ές (Α)
νεοαύξητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -αυξής (< αὔξω), πρβλ. πολυαυξής].