νεοβλαστής

English (LSJ)

νεοβλαστές, = νεόβλαστος (sprouting afresh), Oppian. H. 1.735.

German (Pape)

[Seite 241] ές, = Folgdm, τέκνα νεοβλαστῆ, Opp. Hal. 1, 735.

Greek (Liddell-Scott)

νεοβλαστής: -ές, ὁ νεωστὶ βλαστήσας, μεταφορ., νεογενής, τέκνα νεοβλαστῆ Ὀππ. Ἁλ. 1. 735, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 231.

Greek Monolingual

νεοβλαστής, -ές (ΑΜ)
(για φυτά) αυτός που έχει βλαστήσει πρόσφατα
αρχ.
μτφ. (για πρόσωπα) ο νεογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. πολυβλαστής].