νεοποίκιλτος

English (LSJ)

ον, = νεοποίκιλος.

Greek Monolingual

νεοποίκιλτος, -ον (Α)
νεοποίκιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ποικίλλω (< ποικίλος), πρβλ. πολυποίκιλτος].