πολυποίκιλτος
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
πολυποίκιλτον, Glossaria on πολύκεστος, Eust.425.24.
Greek (Liddell-Scott)
πολυποίκιλτος: -ον, πολὺ πεποικιλμένος, Εὐστ. εἰς Ἰλ. Γ. 371.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυποίκιλτος, -ον ΝΜ
αυτός που έχει πολλά ποικίλματα, πλούσια διακόσμηση, πολύ στολισμένος
μσν.
αυτός που έχει πολλά χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ποικιλτός (< ποικίλλω), πρβλ. χρυσοποίκιλτος].