πολυποίκιλτος
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
πολυποίκιλτον, Glossaria on πολύκεστος, Eust.425.24.
Greek (Liddell-Scott)
πολυποίκιλτος: -ον, πολὺ πεποικιλμένος, Εὐστ. εἰς Ἰλ. Γ. 371.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυποίκιλτος, -ον ΝΜ
αυτός που έχει πολλά ποικίλματα, πλούσια διακόσμηση, πολύ στολισμένος
μσν.
αυτός που έχει πολλά χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ποικιλτός (< ποικίλλω), πρβλ. χρυσοποίκιλτος].