νεοτόκος
English (LSJ)
ον, Act., having just brought forth, E. Ba. 701, Aret. CA 2.3; λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς DH. 1.79, Plu. 2.320d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient d'enfanter.
Étymologie: νέος, τίκτω.
English (Slater)
νεοτόκος of recent childbirth, ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων (sc. Ἀλκμήνα, from the bed where she had just given birth to Herakles and Iphikles) (Pae. 20.14)
Greek Monolingual
-ο (Α νεοτόκος και νεητόκος, -ον)
αυτός που γέννησε πρόσφατα («λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο-τόκος, τελειο-τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
German (Pape)
eben erst geboren habend, Eur. Bacch. 700 und Sp., wie Plut. Alex. 33.
Russian (Dvoretsky)
νεοτόκος:
I adj. f недавно родившая (ἵππος θήλεια Plut.).
II ἡ молодая мать Eur.