νευρίδιο

Greek Monolingual

το
1. βιολ. το εμβρυϊκό στάδιο που ακολουθεί το στάδιο του γαστριδίου και κατά το οποίο αναπτύσσεται ο νευρικός σωλήνας από τη νευρική πλάκα
2. ζωολ. μικρή δοκίδα που αναστομώνει τις νευρώσεις τών φτερών τών εντόμων.