νευρασθένεια

Greek Monolingual

η
ιατρ. κατάσταση σωματικής και ψυχικής αδυναμίας, με πολλαπλές αιτιάσεις του πάσχοντος από όλο το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurasthenia < νευρ(ο)- + ασθένεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].