νευρόδετος
Greek Monolingual
νευρόδετος, -ον (Α)
τεντωμένος με νευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + -δετός (< δέω), πρβλ. λινόδετος].
German (Pape)
f.l. für νευρένδετος, bei Maneth.
νευρόδετος, -ον (Α)
τεντωμένος με νευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + -δετός (< δέω), πρβλ. λινόδετος].
f.l. für νευρένδετος, bei Maneth.