νεφεληγερής

English (LSJ)

έος, ὁ, cloud-gatherer, of Zeus, Q.S. 4.80. See also νεφεληγερέτα, νεφεληγερέτης.

Greek (Liddell-Scott)

νεφεληγερής: έος, ὁ, = νεφεληγερέτα, Κόϊντ. Σμ. 4. 80.

Greek Monolingual

νεφεληγερής, ὁ (Α)
νεφεληγερέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -ηγερής (< ἀγείρω «συγκεντρώνω»), πρβλ. ομηγερής. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].

German (Pape)

ές, = νεφεληγερέτα, Qu.Sm. 4.80.