νεφριακός

Greek Monolingual

νεφριακός, -ή, -όν (Μ)
το αρσ. ως ουσ.νεφριακός
αυτός που πάσχει από ασθένεια τών νεφρών, νεφροπαθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + κατάλ. -ιακός (πρβλ. μεσιακός)].