νεωποιία

English (LSJ)

ἡ, office of νεωποίης, Inscr.Prien.174.29 (ii B.C.; -ποΐα): Dor. νᾱοποιία SIG241.5 (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

νεωποιΐα και δωρ. τ. ναοποιΐα, ἡ (Α) νεωποιός
το έργο και το αξίωμα του νεοποίου.