νεότοκος
English (LSJ)
νεότοκον,
A new-born: metaph., fresh, recent, πάθος Aret.CD1.5.
II parox. νεοτόκος, ον, Act., having just brought forth, E.Ba.701, Aret.CA2.3; λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς D.H.1.79, Plu.2.320d.
German (Pape)
[Seite 245] neuerdings, eben erst geboren, – νεοτόκος, eben erst geboren habend, Eur. Bacch. 700 u. Sp., wie Plut. Alex. 33.
Russian (Dvoretsky)
νεότοκος: новорожденный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νεότοκος: -ον, ὁ νεωστὶ τεχθείς, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 5, Πλούτ. 2. 320C. ΙΙ. παροξυτ., νεοτόκος, ον, ἐνεργ., ὁ πρὸ μικροῦ τεκών, Εὐρ. Βάκχ. 701, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 3· νεοτόκους σπαργῶσα μαστοὺς Διον. Ἁλ. 1. 79.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α νεότοκος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, νεογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τοκος (< τίκτω), πρβλ. απειρό-τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
Greek Monotonic
νεότοκος: -ον (τίκτω), Ενεργ., αυτός που γέννησε πριν λίγο, σε Ευρ.