νηνέω

English (LSJ)

(prob. a corruption of νηέω), heap, v.l. in Il.23.139: also in compounds ἐπι-, παρα-νηνέω.

Greek (Liddell-Scott)

νηνέω: ὡς τὸ νηέω, ἐκτεταμένος Ἐπικὸς τύπος τοῦ νέω (Δ), παρ, Ὁμήρ. μόνον ὡς διάφορ. γραφ., πλὴν ἐν τοῖς συνθέτοις ἐπι-, παρα-νηνέω, ἴδε Ἰλ. Ψ. 139.

Greek Monolingual

νηνέω (Α)
(εκτεταμένος επικ. τ.) σωρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο ενεστ. που έχει σχηματιστεί πιθ. με αττ. διπλασιασμό από το ρ. νέω (III). Ο τ. απαντά στον πρτ. ἐνήνεον και, κατ' άλλους, πρόκειται για εσφ. μορφή του νήεον].

Frisk Etymological English

Meaning: heap (up)
See also: s. 3. -νέω.

{{FriskDe |ftr=νηνέω: {nēnéō}
Meaning: häufen
See also: s. 3. [[-νέω.
Page 2,315 }}

German (Pape)

νηέω, αἶψα δέ οἱ μενοεικέα νήνεον ὕλην, Il. 23.139, wo jetzt νήεον gelesen wird, vgl. die Kompp.