νηριτόμυθος

English (LSJ)

νηριτόμυθον, = πολύμυθος, Id.

Greek Monolingual

νηριτόμυθος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πολύμυθος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήριτος «αναρίθμητος» + μῦθος (πρβλ. ηπιόμυθος, ποικιλόμυθος)].

German (Pape)

[ῡ], geschwätzig, Hesych.